ἀναμνηστικός — able to recall to mind readily masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμνηστικός — ή, ό (Α ἀναμνηστικός, ή, όν) [ἀναμιμνήσκω] νεοελλ. 1. ο σχετικός με την ανάμνηση, αυτός που προκαλεί ανάμνηση, που συντελεί στη διατήρηση τής αναμνήσεως 2. το ουδ. ως ουσ. το αναμνηστικό αντικείμενο που διατηρεί στη μνήμη τού κατόχου του το… … Dictionary of Greek
ἀναμνηστικά — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily neut nom/voc/acc pl ἀναμνηστικά̱ , ἀναμνηστικός able to recall to mind readily fem nom/voc/acc dual ἀναμνηστικά̱ , ἀναμνηστικός able to recall to mind readily fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμνηστικῶν — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily fem gen pl ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμνηστικόν — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc acc sg ἀναμνηστικός able to recall to mind readily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμνηστικοί — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμνηστικοῦ — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμνηστικούς — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμνηστικωτέρους — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμνηστικῆς — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)